- πρόσφυσιν
- πρόσφυσιςgrowing tofem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσφυση — η /πρόσφυσις, ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ύσιος, Α [προσφύω] συνένωση, προσκόλληση νεοελλ. τεχνολ. 1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους 2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να… … Dictionary of Greek